- ἄταφα
- ἄταφοςunburiedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непогребенъ — (7*) пр. Непогребенный: Еп҃пмъ ихъ ѹмеръшем(ъ). за все ѡсмь днии ѡставлѧють ˫а непогребены. КР 1284, 271в; по •г҃• д҃ни не прѣста дъжгь. лежащю ѥмѹ на одрѣ непогрѣбенѹ. ПрЛ XIII, 113б; и трѹпа ѥю на || распѹтьи великаго града бѹдеть непогребена… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… … Dictionary of Greek
Αγριολίδης ή Αγριαλής — (1785 – 1828).Τουρκοκρητικός, φανατικός διώκτης των επαναστατημένων Κρητικών, διαβόητος για τις ωμότητές του. Σκοτώθηκε σε ενέδρα από τους επαναστάτες στις 13 Αυγούστου 1828, στη Μεσαρά. Ο φόνος του εξόργισε τους γενίτσαρους, που άρχισαν αμέσως… … Dictionary of Greek